ΕΡΕΒΟΣ (ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ)
Ἡ λέξις ἔρεβος προέρχεται ἀπό τή ῥίζα *hregw-, ποῦ δήλωνε γενικά τό σκοτάδι, μέ τήν προσθήκη τῆς κατάληξης τῶν δευτερόκλιτων οὐσιαστικῶν -ος > *hregwos. Τό ἀρχικό λαρυγγικό τράπηκε εἰς ε- πιθανότατα ἀπό επίδραση τοῦ -ε- ποῦ ἀκολουθεῖ, ἐνῶ τό χειλοϋπερωικό -gw- τράπηκε σέ -β- μπροστά ἀπό στρογγυλό ὀπίσθιο φωνῆεν (πβ. πόλος < qwolos, ἀλλά τέλος < qwelos). Συνοπτικά: hregwos > ἔρεgwος > ἔρεβος. Ἡ πρώτη φωνητική ἐξέλιξις ἦταν προ-μυκηναϊκή, ἐνῶ ἡ τελευταῖα ἐξέλιξις ἦταν μετα-μυκηναϊκή.
Ἀναπαριστάται ὡς φτερωτό, σκοτεινό καί τεράστιο ὅν, δίδυμο τῆς Νυκτός.
Ἐπίσης σάν ἔρεβο χαρακτήριζαν καἰ τίς φάλαγγες τῶν Ἠπειρωτῶν καί πιό συγκεκριμένα τίς δυνάμεις τοῦ Βασιλείου τῆς Σαμαρίνας τήν περίοδο τοῦ Ἑλληνο-Περσικοῦ πολέμου, λόγω τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ κᾶθε στρατιώτη, καθῶς οἱ Ηπειρώται χρησιμοποιούσαν περικεφαλαῖα ποῦ κάλυπτε τό πρόσωπό των καί συνήθως οἱ ἁσπίδες τους ἔδειχναν σκηνές ἀπό τόν κάτω κόσμο. Ἔχει παραμείνει ἡ φράσις "Κᾶθε στρατιώτης ἀπό τή Σαμαρίνα, τοῦ Ἐρέβους εἶναι ὁ φρουρός".
Ἔρεβος ὀνομάζεται (κατά τόν Ὄμηρο) ὁ χῶρος ποῦ συνορεύει μέ τόν Ἄδη (ὁ χῶρος τῆς διαβάσεως τῶν ψυχῶν), στόν ὀποῖο ἐξοβελίστηκαν ἀπό τόν Δία, μετά τήν Τιτανομαχία, οἱ Τιτάνες Μενοίτιος καί Ἐπιμηθεύς.
Μιά ἄλλη ἐκδοχή (κατά τόν Ἠσίοδο) χαρακτηρίζει ὡς τό πιό σκοτεινό μέρος τοῦ ᾊδου, τό Ἔρεβος, στό ὀποῖο εὐρίσκονταν οἱ Θρόνοι τοῦ Πλούτωνα καί τῆς Περσεφόνης καθῶς καί ἡ σπηλιά τῆς Σκύλλας. Τέλος, κατά τούς Καθολικούς, τό Έρεβος εἶναι ὁ χώρος ὄπου ἐξαγνίζονται οἱ ψυχές τῶν ἀμαρτωλῶν πρίν ἀπό τή μετάβασή τούς στόν ᾌδη.
Πηγαι: 1) Ἠσίοδος, Θεογονία 115 ff, 514 ff, 669 ff , 2) Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες 685 ff, 1189 ff, 3) Ὀμηρικοί Ὕμνοι πρός Δήμητρα 408, 4) Ὀβίδιος, Μεταμορφώσεις 10. 403 ff , 5) Βικιπαίδεια, 6) heterophoton.blogspot.com/2015/04/blog-post_24.html?m=1
Ἀναδημοσίευσις ἀπό Audacia.