Γεώργιος Τσοκόπουλος - «Θυμάρι» (1911)
«Ἀξιοθρήνητοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἀπόλαυσιν νὰ κυλισθοῦν μίαν θείαν στιγμὴν ἐπάνω εἰς ἕνα πυκνόν στρώμα ἀπό θυμάρια. Ἂς ὑπολογίσουν ὅτι κάτι τί ἔλειψεν ἀπὸ τὴν ζωήν των... Εἰς τὰ πόδια τοῦ λόφου μια μικρὴ ἐκκλησίτσα, θαμμένη κάτω ἀπὸ πυκνόν μπουκέττο κυπαρίσσων. Ἀπὸ την μικράν της θύραν φαίνεται τὸ φῶς μιᾶς κανδήλας, που καίει ἐμπρὸς εἰς μίαν χλωμήν Παναγίαν. Μέσα εἰς τὴν ἐρημίαν καὶ τὴν γαλήνην τῆς Μαγιάτικης βραδυάς ἡ ὡραία μελαχροινή Παναγία σκύβει με τρυφερότητα πάντοτε πρὸς τὸ Θείον βρέφος, με τὴν ἴδιαν τρυφερότητα που τὸ ἐκύτταζε πρό εἴκοσι αἰώνων ἕνα βράδυ εἰς τὴν φάτνην τῆς Βηθλεέμ. Ἀπ' ἕξω ἄπό τὴν ἐκκλησίαν μία μαρμαρίνη πλάκα σκεπάζει τὸν ὕπνον κάποιον ἀνθρώπου. Εἶνε ἕνας νεκρός ἐγωϊστής, που ήθελησε να κοιμηθῆ μόνος του ἐκεῖ, κύριος ὅλων τῶν κυπαρίσσων, πλούσιος εἰς σκιάν καὶ εἰς πραγματικήν γαλήνην, ἀληθινά ἤσυχος εἰς τὸν τελευταῖον του ὕπνον. Ἀς περάσωμεν σιγά-σιγὰ νὰ μὴν τὸν ταράξωμεν. Ἀπὸ μακρυὰ μᾶς ἔρχεταὶ ἀδύνατος καὶ κομματιασμένος ὁ θόρυβος τῆς πόλεως.