Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο - Κώστας Κρυστάλλης
Τό Μέγα (Ἰερόν) Παλάτιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι, κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι. Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια, κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια. Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει. Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει. Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του, ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του: «Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ, ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ». Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου, μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου. Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ