Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

Βλέποντας μια παλιά φωτογραφία...

Εικόνα
Τόσο αίμα χυμένο, τόσο αίμα χαμένο, για να σβήσει σήμερα η Ελλάδα χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα;.. Λοιπόν: και τα έθνη αυτοκτονούν. Αυτοκτονούν όταν χάνουν τη βούληση για ζωή και δύναμη. Αυτοκτονούν όταν δεν βρίσκουν ιδέα για να παλέψουν και λόγο για να υπάρξουν. Δείτε τα πρόσωπα όσων εικονίζονται στη φωτογραφία. Λέτε ότι οι σημερινοί Έλληνες λογιζόμαστε τάχα πιο "προχωρημένοι" και "καλύτεροι" από αυτούς; Πιο σοφοί; Πιο συνειδητοποιημένοι; Σήμερα (η πλειοψηφία) δεν έχει να παλέψει για τίποτα. Σήμερα η κατάθλιψη και οι αυτοκτονίες έχουν σπάσει κάθε ιστορικά υψηλό όριο. Το ίδιο και τα ψυχοφάρμακα. Το ίδιο και τα ναρκωτικά. Το ίδιο και οι εκτρώσεις. Το επίπεδο παιδείας είναι για κλάματα. Ένας απόφοιτος σημερινού λυκείου δεν μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα που διάβαζε ένας αγράμματος Χωροφύλακας την δεκαετία του 1940 και του 1950. Δεν θα βγάζει την καθαρεύουσα. Ούτε λόγος για Παπαδιαμάντη και αρχαίους. Όταν τα άτομα βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση, η ίδια η κοινωνία βρί

Γ. Aθάνας - Ο Σαλπιγχτής

Εικόνα
Ὁ Σαλπιγχτής «Στερνὸς ἀπ᾿ ὅλους δούπησε κι ὁ σαλπιγχτὴς στὸ χῶμα. Τῆς σάλπιγγάς του ὁ ἀντίλαλος δὲν εἶχε σβήσει ἀκόμα. Τῆς Μικρασίας ξετρέχοντας τὰ πλάτη πέρα ὡς πέρα πότε ἀντηχοῦσε σὰ λυγμὸς καὶ πότε σὰ φοβέρα. Ἄθαφτος λυώνει ὁ σαλπιγχτὴς μέσ᾿ στὶς βροχές. Παρέκει ἡ σκουριασμένη σάλπιγγα πιστὰ τοῦ παραστέκει. Μὲ τοῦ χιονιοῦ τὸ σάβανο τοὺς σκέπασε ὁ χειμώνας κι ἦταν βαρὺς σὰν κόλαση, μεγάλος σὰν αἰώνας. Μὰ τί κι ἂν ἦρθε ἡ ἄνοιξη; Μέσα στὸ νέο χορτάρι δὲ φαίνεται οὔτε σάλπιγγα, οὔτε σκεβρὸ κουφάρι. Μόνο ἀπὸ νύχτα σὲ νυχτιὰ βγαίνει τὸ φάντασμά του καὶ ψάχνει στὰ χαμόκλαδα νὰ βρεῖ τὴ σάλπιγγά του... Μὴν ἀποκάμεις, Σαλπιγχτή, καὶ μὴ λιγοπιστήσεις! Χιλιάδες νύχτες θὰ διαβοῦν, νύχτες σιγῆς καὶ φρίκης. Μὰ θἄρθει, θἄρθει ἕνα πρωὶ ποὺ ἐσὺ θὰ τοὺς χτυπήσεις μὲ τὴν παλιά σου σάλπιγγα τοὺς νέους σκοπούς τῆς Νίκης!» Γεώργιος Ἀθάνας Ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ναύπακτο. Φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Γεωργίου Αθανασιάδη - Νόβα (1893-1987). Ἀκαδημαϊκός, διετέλεσε πρωθυπουργός (1965).

Δ. Παπαρρηγόπουλος - Το άγαλμα της Παρθένου

Εικόνα
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ Τὴν θέσιν εἶδον τὴν κενὴν ἐντὸς τοῦ Παρθενῶνος, ὅπου ὑψοῦτο ἡ Παλλάς, ἡ κόρη τοῦ Φειδίου· παρέσυρε τὸ ἄγαλμα ὁ διαρρέων χρόνος, καὶ τίποτε δὲν σώζεται, οὐδ᾽ ἴχνος τοῦ μνημείου. Καλλίτερον· δὲν ἀγαπῶ ρυτίδας εἰς τὸ κάλλος, δὲν ἀγαπῶ ἐρείπια καὶ όγκον συντριμμάτων· γλυκύτερος ὁ θάνατος ἢ τῶν ἐτῶν ὁ σάλος, ἀργὰ ροφῶν τὴν ὕπαρξιν καὶ ράκη ἀναπλάττων. Ἐξευτελίζει τῶν ἐτῶν ἢ σαρακώδης πάλη, παραμορφοῦσα, φθείρουσα ἀθάνατα μνημεῖα· δὲν εἶνε πλέον ἄγαλμα τοῦ λίθου ἡ σκυτάλη, καὶ νικωμένη φαίνεται ή μεγαλοφυΐα. Τί ἔγινε τὸ ἄγαλμα; οὐδεὶς γνωρίζει πλέον, οὐδεὶς τὸ εἶδεν ἄμορφον, παλαῖον πρὸς τὸν χρόνον· ἀκμαῖον τὸ ἀπήλαυσαν, τὸ ἔχασαν ἀκμαῖον καὶ μένει ζῶσα ἡ εἰκών τῆς καλλονής του μόνον. Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873)

Η περίπτωση του Κίτσου Μαλτέζου - Μακρυγιάννη (Βιβλιοκριτική)

Εικόνα
  «ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος» - σε αυτή του τη φράση ο ποιητής Μένανδρος έκλεισε την τραγικότητα και μια σκληρή αλήθεια της ύπαρξης. Όποιος πεθαίνει νέος, συνήθως πεθαίνει αγνός, ιδεαλιστής, στο απόγειο της δύναμης του, χωρίς να έχει πάρει τον κατήφορο των γηρατειών. Η περίπτωση του Κίτσου Μαλτέζου είναι τόσο ποιητική, όσο και ενδεικτική μιας εποχής. Ο ίδιος ο Κίτσος δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Τρισέγγονος του Ιωάννη Μακρυγιάννη, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε μαθαίνοντας από νωρίς τόσο τα απομνημονεύματα του προγόνου του, όσο την Ευρωπαϊκή φιλοσοφία και ποίηση της εποχής. Ταυτίστηκε με τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, αλλά συντρίφτηκε από την αίσθηση της ματαιότητας. Γόνος μεγαλοαστικής -ωστόσο διαλυμένης- οικογένειας, αριστεύει στο σχολείο, γράφει ποίηση, αναπτύσσει την αίσθηση του καθήκοντος, συνδιαλέγεται με τα ρεύματα της εποχής, εξελίσσεται σε καταθλιπτική, σοβαρή και βαθιά προσωπικότητα. Εντάσσεται στη μεταξική νεολαία και αναλαμβάνει αξιώματα, βγάζει λόγους, φλογίζεται.

Κώστας Καρυωτάκης - Νυκτερινοί Αντίλαλοι

Εικόνα
  ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ Μαύρη νυχτιὰ! ἀντιλαλοῦν οἱ λαγκαδιὲς, τὰ βράχια· ἕνα τραγούδι θλιβερὸ ἀπλώνεται ὡς πέρα καὶ τρομαγμένα γέρνουνε τὰ κίτρινα τὰ στάχια θρηνεῖ τοῦ τσομπανόπουλου ἡ γέρικη φλογέρα. Τὸ κάθε τί βουβάθηκε. Καὶ τῶν δενδρῶν τὰ φύλλα πού τὰ χαϊδεύει ἀπαλὰ κάθε πνοή τἀγέρα ἀργοκινοῦνται, τὰ πιασε - θαρρεῖς - ἀνατριχίλα θρηνεῖ τοῦ τσομπανόπουλου ἡ γέρικη φλογέρα. Μὰ ξάφνου ἐσκορπίστηκε χαρούμενο τραγούδι· τὸ φεγγαράκι ἔλαμψε - θαρρεῖς πὼς εἶναι μέρα - κι' ἔχυσ' αἰθέρια εὐωδιὰ τὸ κάθ' ἕνα λουλούδι. Μὲ χαρωπὸ παίζει σκοπὸ ἡ ἄστατη φλογέρα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀκούστηκε - τῆς δυστυχιᾶς σημάδι - τοῦ γκιών' ἡ πένθιμη λαλιὰ ἄγρια σὰν φοβέρα καὶ ἡ Χαρὰ ἐχάθηκε στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Ἀπὸ τὸ φόβο σώπασε ἡ δόλια ἡ φλογέρα. Κώστας Καρυωτάκης, «Κρητικὸς Ἀστὴρ ΣΤ» (1914) τεῦχος Ἀπρ. σ. 6