Νίκος Καζατζάκης - Το γλέντι μες τα μνήματα
Όμως είχε ένα φίλο γκαρδιακό, που δε φοβόταν κι αυτός το Χάρο και κάτεχε κι αυτός μερικά μυστικά —τον καπετάν Πολυξίγκη. Ανοιχτοχέρης, γλεντζές, καρδιά βουνό, κουβαλούσε κάθε που του κάπνιζε μπουκάλες και μεζέδες στον τάφο του, και κατέβαιναν οι δυο τους κάτω στη γης, κι άρχιζαν, μια σου και μια μου, να σκουντρούν και να πίνουν. —Θανάτω θάνατον πατήσας! φώναζαν και ξεκαρδίζουνταν στα γέλια. Ευτύς ως είδε ο Κολυβάς τον καπετάν Πολυξίγκη να έρχεται με τους φίλους του, άνοιξε τις αγκάλες. —Μωρέ, κάντε γρήγορα, τους φώναξε, μπας και πλακώσει καμιά κηδεία και μας χαλάσει τη φέστα! Κάτω είναι κιόλα ο Βεντούζος με τη λύρα του. —Πού πάμε; είπε πάλι ο κυρ Ιδομενέας και δείλιαζε να δρασκελίσει το κατώφλι. —Πάμε να πατήσουμε το θάνατο, κυρ Ιδομενέα, του απηλογήθηκε ο Κολυβάς. Αμ τι, όλο αυτός θα μας πατάει; Να τον πατήσουμε κι εμείς! Περνούσαν ανάμεσα από ξύλινους σταυρούς κι αναμμένα καντηλάκια, δρασκέλιζαν μνήματα, πατούσαν το χαμομήλι που 'ταν η γης στρωμένη και μοσκοβολούσε ο αέρας. Πήγαι