Επιθανάτια Ωδή προς τον ποιητή Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο.




ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΩΔΗ

Τῷ φιλτάτῳ ποιητῇ

ΔΗΜΗΤΡΙΩ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΩ

Μὲ χλωρὰ δαφνώνων φύλλα στέψατε καὶ μὲ ἰτέας
τὸν φιλόσοφον καὶ ψάλτην τῆς Ἑλλάδος μας τῆς νέας.

Εἰς τὴν θέαν τίς θὰ μείνῃ ἄδακρυς τοῦ Δημητρίου;
Τίς αὐτὸν ὁπόταν ἴδῃ ἄπνουν ἐπὶ τάφου κρύου,
δὲν θ᾽ ἀναφωνήσῃ στένων: "Εἷς ἀστήρ μας ἀπεσβέσθη,
τῆς ποιητικῆς Ἑλλάδος εἷς ἀδάμας ἀπωλέσθη;"
–Ἀπεσβέσθη; ... εἶνε ψεῦδος! Ζῇ εἰς πάντων τὰς καρδίας!
Ὁ εἰσδύσας εἰς τὰ βάθη ἔνθους τῆς φιλοσοφίας,
ὁ τὸ πνεῦμα ἑρμηνεύσας θεσπεσίως τῶν Ἑλλήνων,
θνήσκων ἀναζῇ καὶ πάλιν, σῶμα γήϊνον ἀφίνων.

Ἐπιστήθιον μου φίλον ψάλλω ἔνδακρυς καὶ στένων.
Τίς τὸν ποιητὴν θανόντα δέν θρηνεῖ τὸν ἐστεμμένον;

Εἶν᾽ εὐγνώμων τῶν Ἑλλήνων ἡ φυλή! Θὰ σ᾽ ἀνταμείψῃ
καὶ πυκνούς στεφάνους δάφνης εἰς τὸν τάφον σου θὰ ῥίψῃ.
Πάνθεον ἐὰν δὲν ἔχουν ἐκ μαρμάρου αἱ Ἀθῆναι
αἱ καρδίαι τῶν Ἑλλήνων Πάνθεον λαμπρὸν σοὶ εἶνε.
Δαφνοστόλιστος θὰ κῆσαι μεταξὺ ἐκεῖ τῶν πρώτων.
Καὶ ὁ νέος Ἕλλην σύννους καὶ τὸ μέλλον ὀνειρώττων
τῆς μεγάλης μας πατρίδος, τ᾽ ᾄσματά σου θὰ ψελλίζῃ
κ᾽ ἐπουλόνων τὰς πληγάς της, ἔνθους θὰ τὴν εὐελπίζῃ.

Εἰς τῆς Ἀττικῆς τὸ χῶμα, κάτω θλιβερᾶς ἰτέας
θάψατε τὸν νέον ψάλτην τῆς Ἑλλάδος μας τῆς νέας.

Ἴσος πρὸς τὸν Εὐριπίδην ἔπλασε φιλοσοφίαν
ἰδεώδη τῶν ἐρώτων. Γοητεύων τὴν καρδίαν,
ἔσυρεν, ὡς αἱ Σειρῆνες, εἰς τὸ ἄπειρον ἐκείνους,
ὅσοι ἤκουον κ᾽ ἠννόουν τοὺς περιπαθεῖς του θρήνους.
Ὡς εἰ βλέπων τῆς ζωῆς του τὴν διάρκειαν βραχεῖαν,
πρός τὸ μέλλον τῆς ψυχῆς μας ἀφορῶν, φιλοσοφίαν
ἔσπειρεν, ἀκόμη νέος, περί τῆς ἀ θ α ν α σ ί α ς,
τὰς ὁδοὺς φωτίζων οὕτω τῆς μελλούσης του πορείας.

Μὲ στεφάνους νεκρανθέμων στέψατε καὶ μὲ ἰτέας
τὸν νωπὸν τοῦ ψάλτου τάφον τῆς Ἑλλάδος μας τῆς νέας.

Ἀρχηγέτης τῆς συγχρόνου ὁμηλίκου γενεᾶς του
ἐπροσωποποίει κόσμον σύσσωμον εἰς τὰς ᾠδάς του.
Ἀφ᾽ ἑνὸς ἐφιλοσόφει ψάλλων ἔπη θεσπεσίως
καὶ τὴν Θέμιδ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρου ἐλειτούργει θαυμασίως.
–Ὦ ὁμήλικες τοῦ ψάλτου, δάφνας χλοερὰς εὑρῆτε,
δρέψατε μυρσίνας, ὅσοι τὸν Δημήτριον νοεῖτε,
σεῖς, σοφοὶ, ἐλαίας κλῶνας, σύμβολα τῆς ἐπιστήμης,
καὶ τοῦ ψάλτου τῶν Ἑλλήνων ἀνυψοῦντες σῆμα μνήμης,
                    ἐπιγράψατέ τῳ μόνον
τ᾽ ὄνομά του, ἐν τῷ μέσῳ τῶν συμβολικῶν του κλώνων.

Μάρτιος 1873

Τιμολέων Δ. Ἀμπελᾶς 

Σημειώσεις:

1) Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (8 Σεπτεμβρίου 1843 - Αθήνα 21 Μαρτίου 1873) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας και ποιητής της Α' Αθηναϊκής ΣχολήςΓεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1843 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1866 με θέμα της διατριβής του τη θεωρία του Πλάτωνα περί ποινής. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Το 1869 ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του δημοσιεύοντας τη Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως που χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία. Πέθανε το 1873 από εγκεφαλική συμφόρηση σε ηλικία μόλις τριάντα χρόνων.

Το 1861 σε ηλικία 18 χρονών δημοσιεύει ανώνυμα την πρώτη του μελέτη με τίτλο Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας, όπου φανερώνεται η φιλελεύθερη, αναρχική του διάθεση. Το 1864 βραβεύθηκε στον Νικοδήμειο διαγωνισμό η πραγματεία του Τα καθήκοντα του ανθρώπου ως χριστιανού και ως πολίτου.

Το 1866 πρωτοεμφανίζεται ως ποιητής με τη συλλογη του "Στόνοι", που βραβεύεται στον Βουτσιναίο διαγωνισμό. Ακολουθούν η συλλογή "Χελιδόνες" το 1867 και τα ποιήματα Ορφεύς (1868) και Πυγμαλίων (1869). Απομακρύνθηκε όμως από το περιβάλλον των ποιητικών διαγωνισμών. Έγραψε επίσης και θεατρικά έργα γραμμένα κυρίως σε πρόζα και όχι σε στίχους. Η πολιτική μονόπρακτη κωμωδία του, Συζύγου εκλογή, που ανέβηκε στην ελληνική σκηνή το 1868 γνώρισε επιτυχία -όχι μόνο στην Ελλάδα- αλλά και μεταφράστηκε και παραστάθηκε στη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Ρουμανία. Το 1895 εκδόθηκαν διάφορα αδημοσίευτα έργα του υπό τον τίτλο "Ανέκδοτα".

Το έργο του ανήκει στη Ρομαντική Σχολή. Είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους της ακμής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Το έργο του είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα. Τα ποιήματά του συνδυάζουν τις προσωπικές του αρετές με τα ελαττώματα της εποχής του. Χαρακτηρίζονται από έντονη απαισιοδοξία, στόμφο, ελεγειακό τόνο και φτωχή γλώσσα. Όλα αυτά δεν εξουδετερώνουν τον γνήσιο πόνο που φανερώνεται ακόμα πιο γνήσιος με την απλότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται από τον ποιητή.


2) Ο Τιμολέων Αμπελάς (Πάτρα 1850 – Αθήνα 1929) ήταν Έλληνας δικαστικός, ποιητής και πεζογράφος. Ανήκε στο ρεύμα των καθαρολόγων της αθηναϊκής σχολής που πίστευαν πως με την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας θα αναστηνόταν στη κοιτίδα του και το αρχαίο δράμα.

Γεννήθηκε στην Πάτρα αλλά έζησε πιο πολύ στην Σύρο, μετά στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά και στη συνέχεια επανήλθε στη Σύρο. Το 1874 διορίστηκε πρωτοδίκης και αποχώρησε τελικά από το δικαστικό κλάδο ως εφέτης. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου της Αθήνας Παρνασσός. Ξεκίνησε γράφοντας θεατρικά έργα όταν ήταν στη Σύρο όντας γέννημα της θεατρικής παράδοσης της νήσου που από την εποχή του Θεόδωρου Αλκαίου (1828-1831) είχε μεγάλη θεατρική κίνηση. Τον καιρό που παρακολουθούσε τα εγκύκλια μαθήματα του στη Σύρο έγραψε την πεντάπρακτη τραγωδία του, Μάρτυρες του Αρκαδίου. Για την συγγραφή βασίστηκε σε σημειώσεις που κράτησε από αυτόπτες μάρτυρες και πρόσφυγες από την Κρήτη που είχαν καταφύγει στη Σύρο. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τρεις μήνες μετά στις 3 Ιανουαρίου 1867 προς τιμήν της βασίλισσας Όλγας, από το θίασο Αλεξιάδη, στον οποίο συμμετείχε και ο Π. Καννελίδης, μετέπειτα διευθυντής των "Καιρών".

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΧΑΟΣ (ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ)

Η μεγαλύτερη πράξη της εξέγερσης... είναι η δημιουργία.

Ιλιάς - Το αίμα αυτό, καυχώμαι εγώ πως έχω.